συνεργάζομαι

συνεργάζομαι
сотрудничать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συνεργάζομαι" в других словарях:

  • συνεργάζομαι — συνεργάζομαι, συνεργάστηκα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνεργάζομαι — ΝΜΑ [εργάζομαι] εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.) νεοελλ. 1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό …   Dictionary of Greek

  • συνεργάζομαι — συνεργάστηκα 1. εργάζομαι μαζί με κάποιον, συμπράττω: Συνεργάζονται αρμονικά πολλά χρόνια τώρα. – Γάλλοι και Άγγλοι τεχνικοί συνεργάστηκαν στην κατασκευή νέου τύπου αεροπλάνου. 2. ανταλλάσσω βοήθεια: Τα συνεργαζόμενα σωματεία αντέδρασαν στα νέα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεργάζεσθε — συνεργάζομαι work with pres imperat mp 2nd pl συνεργάζομαι work with pres ind mp 2nd pl συνεργάζομαι work with pres imperat mp 2nd pl (attic) συνεργάζομαι work with pres ind mp 2nd pl (attic) συνεργάζομαι work with imperf ind mp 2nd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργαζομένων — συνεργάζομαι work with pres part mp fem gen pl συνεργάζομαι work with pres part mp masc/neut gen pl συνεργάζομαι work with pres part mp fem gen pl (attic) συνεργάζομαι work with pres part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργαζόμενον — συνεργάζομαι work with pres part mp masc acc sg συνεργάζομαι work with pres part mp neut nom/voc/acc sg συνεργάζομαι work with pres part mp masc acc sg (attic) συνεργάζομαι work with pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργασαμένων — συνεργάζομαι work with aor part mp fem gen pl συνεργάζομαι work with aor part mp masc/neut gen pl συνεργάζομαι work with aor part mp fem gen pl (attic) συνεργάζομαι work with aor part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργασθέντα — συνεργάζομαι work with aor part mp neut nom/voc/acc pl συνεργάζομαι work with aor part mp masc acc sg συνεργάζομαι work with aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) συνεργάζομαι work with aor part mp masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργασομένων — συνεργάζομαι work with fut part mp fem gen pl συνεργάζομαι work with fut part mp masc/neut gen pl συνεργάζομαι work with fut part mp fem gen pl (attic) συνεργάζομαι work with fut part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργασόμενον — συνεργάζομαι work with fut part mp masc acc sg συνεργάζομαι work with fut part mp neut nom/voc/acc sg συνεργάζομαι work with fut part mp masc acc sg (attic) συνεργάζομαι work with fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργάζου — συνεργάζομαι work with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνεργάζομαι work with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνεργάζομαι work with imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) συνεργάζομαι work with imperf ind mp 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»